Nudge

Στην Ελλάδα κουβεντιάζουμε σαν να υπάρχουν δύο μόνον, ακραίες και αμοιβαία αντιθετες, επιλογές για την οικονομία και την κοινωνία: το σοσιαλιστικό μοντέλο με μια ελεγχόμενη από το κράτος οικονομία, ή το φιλελεύθερο μοντέλο της ελεύθερης αγοράς. Φαντάζομαι ότι όσοι διαβάζουν το blog μου έχουν αντιληφθεί ότι κλίνω προς τις ελεύθερες αγορές. Κι αυτό διότι πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι ελεύθερος να δημιουργεί χωρίς την επέμβαση του κράτους. Ωστόσο, δεν είμαι ούτε αφελής ούτε αναρχικός ώστε να πρεσβεύω την απόλυτη κατάργηση του κράτους. Άρα, αυτό που μένει είναι να δούμε πόσο κράτος και τι είδους κράτους χρειαζόμαστε ώστε να απελευθερωθεί η δημιουργικότητα των ανθρώπων και, ταυτόχρονα, να μοιράζεται η πίττα του παραγόμενου πλούτου όσο πιο δίκαια γίνεται. Με άλλα λόγια πρέπει να ορίσουμε πόσο «ελεύθερες» θα πρέπει να είναι οι αγορές. Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι η κύρια αιτία της κρίσης του 2008, από την οποία ο κόσμος δεν έχει ακόμα συνέλθει, ήταν η πλήρης απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Εννοείται ότι δεν είμαι θιασώτης της συνέχισης μιας τέτοιας «ελευθερίας» η οποία έκανε πλουσιότερους το 1% ου παγκόσμιου πληθυσμού και φτωχότερους το 99%. Όμως σε ποιο σημείο βάζει κανείς το «όριο»; Αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση την οποία προτίθεμαι να κάνω μέσα από αυτό το blog.

Για να μπορέσω να την κάνω καλύτερα, και κυρίως για να την κάνω μέσα από έναν ουσιαστικό διάλογο με όσους από εσάς ενδιαφέρονται, θα ήθελα να αρχίσω με την παρουσίαση κάποιων ιδεών που έχουν να κάνουν με την οικονομία, τις αγορές και τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους.

Μια από τις θεμελιώδεις υποθέσεις εργασίας των οικονομικών επιστημών από την εποχή του Adam Smith είναι ο homo economicus, η ιδέα δηλαδή ότι ο καθένας από εμάς σκέπτεται και δρα ορθολογικά, αισθάνεται νηφάλια, και επιλέγει με αλάθητο κριτήριο το συμφέρον του. Στα πανεπιστημιακά βιβλία των οικονομολόγων ο homo economicus διαθέτει την σκέψη ενός Αϊνστάιν, τη μνήμη ενός υπερυπολογιστή και τη δύναμη της θέλησης ενός Μαχάτμα Γκάντι.

Φυσικά, όπως γνωρίζουμε, οι πραγματικοί άνθρωποι δεν είναι καθόλου έτσι. Η ονομαζόμενη «συμπεριφορική οικονομία» (behavioral economics) επιχειρεί, μέσα από την ενσωμάτωση της έρευνας των κοινωνικών επιστημών, της ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας και των νευροεπιστημών, να αναθεωρήσει το σώμα της παραδοσιακής οικονομικής επιστήμης και να ερμηνεύσει με πιο ρεαλιστικό τρόπο την οικονομική συμπεριφορά του ατελούς homo sapiens.

Ο Richard H. Thaler, ένας από τους θεμελιωτές της συμπεριφορικής οικονομίας, μαζί με τον Cass R. Sunstein, κορυφαίο νομικό, εξέδωσαν ένα βιβλίο με τίτλο Nudge, Improving Decisions about health, wealth and happiness (Yale University Press, 2008), στο οποίο εξετάζουν τις ανθρώπινες επιλογές  και προτιμήσεις.

Το πρόβλημα, το οποίο διερευνούν οι συγγραφείς, δεν έγκειται στο ότι δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Όλοι μας επιθυμούμε μια καλή σύνταξη στο μέλλον, όπως επιθυμούμε επίσης ένα ακριβό δείπνο απόψε το βράδυ. Πόσα όμως τέτοια δείπνα θα πρέπει να στερηθούμε ώστε να έχουμε την καλή σύνταξη; Όταν υπάρχει αβεβαιότητα στις επιλογές, οι επιλογές μας καθοδηγούνται από τον τρόπο με τον οποίο τίθενται ως ερώτηση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προκαθορισμένες επιλογές, δηλαδή οι επιλογές οι οποίες αυτομάτως επιλέγονται όταν το υποκείμενο αδρανεί να επιλέξει από μόνο του: σε πολλές χώρες η προεπιλογή δωρητού οργάνων έχει αυξήσει το ρυθμό προσφοράς οργάνων, όπως και η ελάχιστη καταβολή για ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ωφελεί εκείνους τους δικαιούχους που δεν ενδιαφέρονται σήμερα αν θα πάρουν ποτέ σύνταξη.

Οι συγγραφείς ενδιαφέρονται για τον τρόπο με τον οποίο ένα σύγχρονο, δημοκρατικό κράτος, μπορεί να επηρεάσει τις επιλογές των πολιτών προς το καλύτερο – ειδικά όταν οι πολίτες δεν είναι απολύτως βέβαιοι για το τι θέλουν.

 

Αρχιτεκτονική Επιλογών

Η πρώτη ιδέα που παρουσιάζουν οι συγγραφείς στο βιβλίο τους ονομάζεται «αρχιτεκτονική επιλογών» (choice architecture). H προφανής αναλογία είναι η αρχιτεκτονική ενός κτηρίου, όπου ο σχεδιαστής «παρακινεί» τους ενοίκους προς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά μέσω του τρόπου με τον οποίο έχει σχεδιάσει, π.χ. τις πόρτες, τους διαδρόμους ή τους κοινόχρηστους χώρους. Οι «αρχιτέκτονες των επιλογών» μπορούν να επηρεάζουν τις επιλογές προσαρμόζοντας τον αριθμό των επιλογών, την διατύπωση της πληροφορίας, και τον καθορισμό των προεπιλογών.

Οι Thaler και Sunstein δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει μια «ουδέτερη αρχιτεκτονική». Ο οποιοσδήποτε τρόπος παρουσίασης των επιλογών επηρεάζει αναπόφευκτα εκείνον που πρέπει να πάρει την απόφαση. Για παράδειγμα, όλοι οι τρόποι παρουσίασης μιας επιλογής έχουν μια προκαθορισμένη προεπιλογή η οποία είναι, συνήθως, η πιο συχνά επιλεγμένη αφού – όπως λένε οι συγγραφείς του βιβλίου – δεν πρέπει να υποτιμάται ποτέ η ανθρώπινη αδράνεια.

Συνεπώς, αν οι ιδιωτικοί οργανισμοί ή το κράτος πιστεύουν ότι μια συγκεκριμένη πολιτική θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα, τότε μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα θέτοντας την πολιτική αυτή ως προκαθορισμένη επιλογή (default choice).

Η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής των επιλογών υπογραμμίζει τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη θεώρηση ενός homo economicus και ενός homo sapiens. Σύμφωνα με την παραδοσιακή οικονομική θεωρία, ο homo economicus επηρεάζεται από κίνητρα. Για παράδειγμα, αν το κράτος φορολογεί τα τσιγάρα αυτοί αγοράζουν λιγότερα τσιγάρα. Η αποτυχία της υψηλής φορολόγησης στο να αποτρέψει τους ανθρώπους να καπνίζουν είναι ολοφάνερη στη χώρα μας. Οι συγγραφείς, εμπνεόμενοι από την συμπεριφορική οικονομία, παρατηρούν ότι οι πραγματικοί άνθρωποι θα κόψουν τελικά το κάπνισμα μόνον εφ’ όσον οι ίδιοι θέλουν – και πιστεύουν ότι θα πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι να επιλέγουν αν θα καπνίζουν ή όχι. Ωστόσο, με δεδομένο την ιατρική γνώση ότι το κάπνισμα προξενεί καρκίνο, το κράτος μπορεί να «παρακινήσει» τους πολίτες που καπνίζουν να κόψουν την κακή συνήθεια σχεδιάζοντας τις επιλογές τους έτσι ώστε, π.χ. στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που πληρώνουν να παραγοντοποιείται το γεγονός ότι καπνίζουν, και άρα να πληρώνουν περισσότερο.

 

Φιλελεύθερος πατερναλισμός

Η δεύτερη ιδέα του βιβλίου ονομάζεται «φιλελεύθερος πατερναλισμός» (libertarian paternalism), κάτι που εκ πρώτης ακούγεται οξύμωρο. Οι συγγραφείς θεωρούν ότι το κράτος οφείλει να προσφέρει στους πολίτες επιλογές σε θέματα δημόσιας πολιτικής, αλλά οι επιλογές αυτές θα πρέπει να παρέχονται μέσω μιας αρχιτεκτονικής η οποία θα προωθεί το συμφέρον των πολιτών. Η φιλελεύθερη (libertarian) διάσταση της στρατηγικής τους προκύπτει από την πίστη τους ότι οι πολίτες πρέπει να είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι αυτοί θέλουν – και να μπορούν, αν θέλουν, να αρνούνται τις επιλογές που τους προσφέρονται. Οι συγγραφείς ασπάζονται πλήρως τη ρήση του Milton Freedman ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι «ελεύθεροι να επιλέγουν».

Η διαφοροποίησή τους έγκειται στην εφαρμογή της αρχιτεκτονικών των επιλογών ώστε να εγγυάται η ελευθερία των επιλογών αυτών.

Ως παράδειγμα φέρουν μερικές τυπικές κακές συνήθειες. Αν οι άνθρωποι θέλουν να καπνίζουν, ή να τρώνε καραμέλες, ή να επιλέγουν ένα ακατάλληλο πρόγραμμα υγείας, ή να μην αποταμιεύουν για τη σύνταξή τους, οι φιλελεύθεροι πατερναλιστές οφείλουν να μην τους αναγκάζουν να κάνουν διαφορετικά, ή να τους δημιουργούν δυσκολίες. Οι αρχιτέκτονες επιλογών στην περίπτωση αυτή ενσυνείδητα παρακινούν (όθεν «nudge») τους ανθρώπους προς κατευθύνσεις που θα κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Αυτό γίνεται χωρίς να απαγορεύονται οι άλλες επιλογές ή να τροποποιούνται σημαντικά τα οικονομικά τους κίνητρα. Οι «παρακινήσεις» τις οποίες προτείνουν οι συγγραφείς δεν είναι νόμοι αλλά παρεμβάσεις οι οποίες μπορούν να αποφεύγονται εύκολα. Ως παράδειγμα παρακίνησης αναφέρουν το να βάζει κανείς τα φρούτα σε σημείο που να φαίνονται καλύτερα από τα γλυκά, σε ένα εστιατόριο για τους εργαζόμενους μιας εταιρίας. Δεν είναι παρακίνηση η απαγόρευση του πρόχειρου φαγητού.

Στα καθ΄ημάς

Στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών προσυπογράφει στον κρατικό πατερναλισμό, δηλαδή στο κομματικό κράτος-προστάτη που φορολογεί χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα με αντάλλαγμα να παρέχει τα πάντα (κάτι που φυσικά διατείνεται για να νομιμοποιείται, δίχως ποτέ να το εκπληροί). Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει εύκολα από μια επισκόπηση της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, καθώς και της σύνθεσης της Ελληνικής Βουλής. Το πραγματικό αποτέλεσμα αυτής της μορφής σκληρού πατερναλισμού είναι η σκιώδης εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων μίας πολιτικά διασυνδεδεμένης μειοψηφίας (γνωστοί ως «διαπλεκόμενοι»), η χαμηλή ποιότητα των παρεχομένων από το κράτος υπηρεσιών και η διαφθορά του δημόσιου τομέα και του δημόσιου βίου εν γένει. Η υιοθέτηση πραγματικά φιλελεύθερων πολιτικών ιδεών και πρακτικών θεωρείται «ξένη προς τα Ελληνικά ήθη», περιορίζεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο, και οι ελάχιστοι πολιτικοί (βλ. Ανδριανόπουλος, Μάνος) οι οποίοι είχαν το σθένος να την εισάγουν στο προσκήνιο το πλήρωσαν δεόντως.

Αν και η απαισιοδοξία είναι ένα συναίσθημα που συνήθως επαληθεύεται στη χώρα μας, θα ήθελα παρ’ όλα αυτά να ελπίζω πως ιδέες όπως αυτές που προβλημάτισαν τους συγγραφείς του Nudge θα αρχίσουν, σιγά-σιγά, να περνούν και στη συνείδηση των Ελλήνων φορολογουμένων πολιτών. Ίσως, η ευκρινώς διαφαινόμενες πλέον καταρρεύσεις του συστήματος υγείας, του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, όσο επώδυνες κι αν αποβούν, αποδείξουν πέραν πάσης εθελοτυφλίας την αποτυχία του κρατικού πατερναλισμού. Ίσως μια μέρα – γιατί όχι – απαιτήσουμε να επιλέγουμε πώς ξοδεύονται από το κράτος τα χρήματα που εμείς με τόσο κόπο βγάζουμε.